Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Το πολιτισμικό Περιεχόμενο και η Εμπειρία της Αμφίπολης - Ανάγκη δημιουργίας «Αρχαιολογικού Πάρκου Αμφίπολης»

Το πολιτισμικό Περιεχόμενο και η Εμπειρία της Αμφίπολης - Ανάγκη δημιουργίας «Αρχαιολογικού Πάρκου Αμφίπολης»

Των 
Δρα Σταμάτη Σεκλιζιώτη, Γεωπόνου (ΑΠΘ) – Αρχιτέκτονα Τοπίου (Ph.D. Birmingham UK)
και Λάμπρου Σεκλιζιώτη, Αρχιτέκτονα BA Hons, MAArch


 1η Δημοσίευση στο Περιοδικό "ΕΠΙΚΑΙΡΑ"  23/10/2014



Μια πρόσθετη υποχρέωση του Υπ. Πολιτισμού και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Με την ευκαιρία της πολυσυζητημένης και πολυφωτογραφημένης Αμφίπολης (τύμβος και τοπία της Περιοχής) της οποίας μέχρι πριν λίγο καιρό οι περισσότεροι των Ελλήνων και ξένων δεν είχαν καν την παραμικρή «γεωγραφική» αίσθηση του που βρίσκεται (ως Τοποθεσία ανασκαφών και ως Τόπος…..!!), κρίνουμε ότι ενόψει του τερματισμού των ανασκαφών, της σπουδαιότητας όχι μόνο το Τύμβου, αλλά του συνόλου των αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τοποθεσιών στην ευρύτερη περιοχή και του «εκρηκτικού» θα λέγαμε τουριστικού ενδιαφέροντος, είναι ώρα κάποιοι στο Υπ. Πολιτισμού και τους ΟΤΑ Κ. Μακεδονίας, να πάρουν μολύβι και χαρτί….

Η δημιουργία ενός «Αρχαιολογικού Πάρκου» στην περιοχή προβάλλει πλέον ως αναγκαιότητα, αρκεί οι προσεγγίσεις και το ενδιαφέρον της Πολιτείας να μην περιορίζεται σε εξαγγελίες, σε «προεκλογικές» επικοινωνιακές ασκήσεις και σε καλλιέργειες προσδοκιών. Η περιοχή της Αμφίπολης εκτός από «ιστορία» και «μνημεία» είναι τοπίο κάλλους, σπουδαία αγροτική περιοχή, πέρασμα και σταθμός, αλλά και τόπος που δικαιούται πολλά περισσότερα από όσα της επιφυλάσσει το «θερμά εκπεφρασμένο ενδιαφέρον της πολιτείας….!!!!».   

Πριν περιγράψουμε ανησυχίες και προτάσεις, χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε τη διαφορά μεταξύ Αρχαιολογικού Πάρκου και Αρχαιολογικού χώρου προς αποφυγή συγχύσεων. Η βασική διαφορά είναι το μέγεθος, η πολυπολιτισμική παρουσία των ευρημάτων και η ευρύτητα της έκτασης που χαρακτηρίζει το Αρχαιολογικό Πάρκο σε σχέση με τον Αρχαιολογικό χώρο, προσδιορισμένος συνήθως γεωμετρικά και γεωγραφικά-σημειακά. 

Ως «Αρχαιολογικοί Χώροι» κηρύσσονται και οριοθετούνται ή ανα-οριοθετούνται ως τόποι χερσαίοι ή ενάλιοι με βάση τα δεδομένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου και με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ως «Αρχαιολογικό Πάρκο» ορίζεται μια ευρύτερη γεωγραφική τοποθεσία η οποία εσωκλείει σύμπλεγμα αρχαιολογικών χώρων, μνημείων, ιστορικών τόπων, μουσείων κλπ, και μπορεί να αποτελέσει εθνικό και «οικουμενικό τόπο» αναφοράς, πολιτισμού και μνήμης (χαρακτηριστικά «πολιτισμικού Τοπίου» - Cultural Landscape). Οι χρήσεις γης, τα οικολογικά και αισθητικά χαρακτηριστικά, η επισκεψιμότητα, οι συμπεριφορά επισκεπτών και διερχομένων, η συνέχιση της επιστημονικής έρευνας και η προστασία του πάρκου, διέπονται από θεσμικό πλαίσιο με συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως αυτά υπαγορεύονται από ένα ολοκληρωμένο «διαχειριστικό σχέδιο και κανονισμό λειτουργίας».  

Ως προς το τι μπορούν να προσφέρουν τα «Αρχαιολογικά Πάρκα», μπορούμε να δανειστούμε τη διατύπωση που ακούστηκε την πρώτη ημερίδα για τα «Αρχαιολογικά Πάρκα» που διοργάνωσε η Περιφέρεια Ηπείρου το 2006, με την οργανωτική πρωτοβουλία του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Ηπειρωτικών Σπουδών. Σύμφωνα με τον ορισμό που διατυπώθηκε στην ημερίδα.

«Τα αρχαιολογικά πάρκα προσφέρουν στον επισκέπτη τη δυνατότητα άμεσης επαφής με τα μνημεία στο φυσικό τους χώρο. Πρόκειται για «υπαίθρια μουσεία», συνήθως ανοιχτοί χώροι ποικίλων διαστάσεων, με επίκεντρο ένα σύνολο μνημείων ή έναν ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο, συχνά συνδυαζόμενο με περιβάλλον τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Πρωτίστως όμως αποτελούν ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο προβολής των ίδιων των μνημείων και του φυσικού τους τοπίου, έναν βασικό πολιτισμικό και οικονομικό πόρο με πολλαπλασιαστικά οφέλη και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα».

Οι σκέψεις αυτές βρίσκουν ανταπόκριση και εφαρμογή σε κάθε ελληνικό τόπο με ξεχωριστά πλεονεκτήματα ώστε να χαρακτηριστεί ζώνη ιδιαίτερης Αρχαιολογικής και Ιστορικής σημασίας, ήτοι «Αρχαιολογικό Πάρκο»

«Αρχαιολογικό Πάρκο Αμφίπολης»

H αναγκαιότητα δημιουργίας «Εθνικού Αρχαιολογικού Πάρκου Αμφίπολης» με πρώτη «μετα-ανασκαφική» προτεραιότητα την οριοθέτηση και ανάπλαση «του πυρήνα γύρω από τον λόφο Καστά», στη συνέχεια καλείται να συμπεριλάβει την αξιοποίηση της ευρύτερης αρχαιολογικής περιοχής της Αμφίπολης, του χωρικού της δηλαδή προσδιορισμού και χαρακτηρισμού της σε «Εθνικό Αρχαιολογικό Πάρκο» (ΑΡΠΑ).

Τα παραπάνω, ως «σκέψεις και ιδέα περιβαλλοντικού και χωροταξικού σχεδιασμού» (νοικοκύρεμα) δεν έχουν συζητηθεί ούτε έχουν προβληθεί στον βαθμό που απαιτεί η περίσταση. Γίνονται μόνο γενικές αναφορές περί την «ανάπτυξη» της περιοχής, την ανάγκη δημιουργίας υποδομών και τις «μαρτυρίες» (διαδόσεις) περί την αξία γης που τελευταία παρουσιάζει αυξητικές τάσεις. 

Η κακώς εννοούμενη «ανάπτυξη» γύρω από αρχαιολογικούς χώρους και τόπους προσκυνήματος, παραδοσιακά αποκτά χαρακτήρα μιας «άναρχης εγκατάστασης και διασποράς» δραστηριοτήτων με την ανοχή της πολιτείας, στο όνομα της «ενίσχυσης της τοπικής οικονομίας», συνήθως χωρίς σχέδιο, χωρίς οργάνωση και χωρίς κανόνες…. Αντίθετα η έννοια του «Αρχαιολογικού Πάρκου» από τη φύση και το περιεχόμενό της «υποχρεωτικά» πρέπει να συνοδεύεται από επιστημονική προσέγγιση οργάνωσης και ανάπλασης των χώρων και διέπεται από «χωροταξικούς κανόνες» με πολλαπλάσια τα οφέλη για την τοπική οικονομία, τον πολιτισμικό τουρισμό και την «περιβαλλοντική αισθητική και αειφορία».   
    
Η οριοθέτηση του πάρκου απαιτεί την πλήρη προ-αποτύπωση ιστορικών, αρχαιολογικών χώρων και τοπόσημων στην ευρύτερη περιοχή. Η εργασία αυτή αποτελεί προαπαιτούμενη ενέργεια ώστε σε συνδυασμό με την παραγωγή «ανάγλυφου» φωτογραμμετρικού μοντέλου της περιοχής, και λεπτομερούς «χάρτη χρήσεων και καλύψεων γης» (Land Use and Cover Map) να αποδίδει πλήρως τη φυσιογνωμία του ιστορικού τοπίου με συνολικά 3 μονοθεματικές χαρτογραφικές πινακίδες – overlays- σε επικάλυψη (για τη μεθοδολογία, βλ. Ian McHarg, «Design with Nature», 1969).

Η χαρτογράφηση χρήσεων και καλύψεων γης καλείται να καταγράψει την «ποικιλότητα» του κάτω Στρυμονικού τοπίου μέχρι και το ευρύτερο δέλτα. Οι πληροφορίες γης (χρήση και κάλυψη) συνθέτουν το βασικό υπόβαθρο «γεωγραφικής διασποράς» των αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τοποθεσιών με κέντρο την Αρχαία Αμφίπολη (τα τείχη, την παλαιοχριστιανική, το γυμναστήριο, τις ελληνιστικές κατοικίες, κλπ), τον λόφο Καστά και τις γύρω ταφικές συστάδες (Νεκροπόλεις). Ξεκινώντας από τα Νέα Κερδύλια και την αρχαία Άργιλο από τις ακτές του Στρυμονικού, το όρος Κερδύλια (στρατοπέδευση των Σπαρτιατών το 422 Π.Χ. και τόποι Εκτέλεσης Ελλήνων πολιτών από τους Γερμανούς το 1941) τη διαδρομή των Σπαρτιατών υπό τον Βρασίδα, τη Νέα Μεσολακκιά, την εγκαταλειμμένη Μεσολακκιά και το Οφρύνιο στην ενδοχώρα (κέντρο εκπαίδευσης του στρατού του Μ. Αλεξάνδρου στη Σάρισα), φτάνουμε στις εκβολές του Στρυμόνα με το αρχαίο λιμάνι της Ηιόνας ναυτική βάση των Αθηναίων από όπου ξεκίνησε η πορεία τους υπό τον Κλέωνα για τη μάχη της Αμφίπολης κατά του Βρασίδα, αργότερα σημείο εισόδου και αγκυροβόλιο του Μακεδονικού Στόλου στο υγρό σύμπλεγμα των λιμνών της Κερκινίτιδας, λιμάνι κι’ αφετηρία της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου, γνωστή και ως Χρυσόπολη επί Βυζαντίου.


Η μελέτη, η αποτύπωση και η οριοθέτηση του «Αρχαιολογικού Πάρκου Αμφίπολης» απαιτείται να συμπεριλάβει μέρος από τις γεωργικές γαίες που προέκυψαν από την αποξήρανση της Κερκινίτιδας (1930), τους γύρω οικισμούς νέους και παλιούς, τους παραποτάμιους οπωρώνες, τα χορτολίβαδα, τα παραποτάμια οικοσυστήματα, τα γύρω δασοσκεπή και θαμνοσκεπή υψώματα με τα ξέφωτα και τα βοσκοτόπια, τους βιότοπους, τα καταφύγια άγριας ζωής (Κουτμού και Τσουράκι –γέφυρα), τους υγροβιότοπους στο δέλτα, τα επιφανειακά νερά (ποτάμια, λίμνες, λιμνοθάλασσες, παράκτια ζώνη), λοιπές χρήσεις και τοπόσημα ανθρωπογενή και φυσικά (ερείπια πύργων και κάστρων, μικρότεροι τύμβοι, γεωλογικοί σχηματισμοί, κλπ).

 Το σύνολο των πληροφοριών με τη μορφή μιας συνεχώς ενημερωμένης «τράπεζας γης» αποτελεί χρήσιμη βάση δεδομένων για τον σχεδιασμό και την οργάνωση ενός σύγχρονου «Αρχαιολογικού Πάρκου» που θα συμβάλλει οικονομικά, πολιτισμικά και περιβαλλοντικά στην ανάπτυξη και κυρίως στην ανάδειξη της περιοχής σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. 
Η Αμφίπολη μαζί με τους Φιλίππους, γεωγραφικά και πολιτισμικά, βρίσκονται στο ανατολικό άκρο του Μακεδονικού χώρου με το δυτικό άκρο να τοποσημαίνεται από τις Αρχαίες Αιγές και την Βεργίνα. Οι δύο αυτές τοποθεσίες «πόλοι έλξης» και όχι οι μόνοι (π.χ. η Πέλλα, το Δίον, η Θεσσαλονίκη, τα Στάγιρα, κ.ά.) θα μπορούσαν να συνθέσουν αλυσίδα «Μακεδονικών Πολιτισμικών Πάρκων και Μνημείων» κατά μήκος της Εγνατίας Οδού παγκόσμιας εμβέλειας, με την ακτινοβολία και τα ανταποδοτικά οφέλη που από μόνα τους παράγουν για τον ελληνικό τουρισμό (τουρισμός και πολιτισμός συνυπάρχουν), την εθνική και τις τοπικές οικονομίες. 

Η ανάδειξη των αξιών αυτών μπορεί να γίνει μόνο μέσα από ένα οργανωμένο, «επιθετικό» και ενισχυμένο από την πολιτεία σοβαρό «πολιτισμικό marketing». Συχνά, ο τεράστιος πλούτος που απλώνεται από άκρο εις άκρο της χώρας, φαίνεται (από το ελάχιστο έως «περιστασιακό» ενδιαφέρον της πολιτείας) να μην έχει συνειδητοποιηθεί και στηριχθεί επαρκώς, ούτε έχει αναδειχθεί στο μέγεθος που του αξίζει, με αρνητικές συνέπειες για τον τόπο. Ο «πολιτισμός» ως οικονομικός, κοινωνικός και μορφωτικός πόρος εμφανίζεται με τις καλύτερες προοπτικές σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με την προϋπόθεση ότι αποκαλύπτεται συνεχώς, αναδεικνύεται, αξιοποιείται και διαχειρίζεται στα πλαίσια κανόνων.

Προϋπόθεση οποιασδήποτε αξιοποίησης των «χώρων και πάρκων πολιτισμού» είναι η ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων την οποία διασφαλίζει ο «περιβαλλοντικός σχεδιασμός» προσαρμοσμένος στο τοπιακό υπόβαθρο της τοποθεσίας (πάρκου) και περιλαμβάνει παρεμβάσεις καλύτερης οργάνωσης χρήσεων και λειτουργιών σε επίπεδο μικροτοπίου (αρχαιολογικός χώρος) και μακροτοπίου (σύμπλεγμα ιστορικών χώρων και μνημείων) επιστρατεύοντας τεχνικές και θεραπείες που προσφέρονται από την Αρχιτεκτονική του Τοπίου.

Χωροταξία, Περιβαλλοντικός Σχεδιασμός & υποδομές

Με τη χρόνια έλλειψη σοβαρού Εθνικού Χωροταξικού σχεδίου στη χώρα, τις επί μέρους μονοθεματικές και αποσπασματικές «χωροταξικές εξαγγελίες και θεσμικά πλαίσια» π.χ. Χωροταξικό Τουρισμού, Οριοθετήσεις Εθν. Δρυμών, Τοπίων ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, Δασικών εκτάσεων, Βιοτόπων διεθνούς σημασίας (βλ. σύμβαση Ramsar, Natura 2000) και λοιπές ειδικές γεωγραφικές περιοχές, αρκετές από τις οποίες δεν είναι οριοθετημένες ή είναι αυθαίρετα οριοθετημένες, μη θεσμοθετημένες (συχνά να επικαλύπτουν η να διεισδύουν η μία στην άλλη), διαιωνίζεται η ακαταστασία και ο πολυχαρακτηρισμός στη μεγαλύτερη επιφάνεια της χώρας δημιουργώντας τεράστια αναπτυξιακά, γραφειοκρατικά και επενδυτικά εμπόδια. 

Λόγω του ερευνητικού ενδιαφέροντος, της ανάγκης για ανάδειξη και προστασία των αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, την λειτουργική, σημειολογική και σημασιολογική τους «αυτονομία», οι τόποι αυτοί αφήνουν πολλά περιθώρια για δημιουργία οριοθετημένων «Αρχαιολογικών Πάρκων» εθνικής και παγκόσμιας σημασίας με το δικό τους ξεχωριστό καθεστώς χρήσης και κανόνων διαχείρισης.     

Ιδιαίτερα για την Αμφίπολη και για κάθε εκτεταμένη περιοχή αρχαιολογικών συμπλεγμάτων (clusters), με βάση τα παραπάνω χαρτογραφικά υπόβαθρα και τις απαραίτητες αποτυπώσεις σε συνδυασμό με το συγκοινωνιακό δίκτυο στην περιοχή, σχεδιάζονται, χωροθετούνται και αναπλάθονται νέες χρήσεις και υποδομές:

·     Τοπικό οδικό δίκτυο συνδεσμολογίας ιστορικών τόπων, προβεβλημένοι διάδρομοι προσέλευσης και αποχώρησης από και προς το κύριο Εθνικό δίκτυο, δίκτυα μονοπατιών πεζοπορίας και ποδηλασίας, σημάνσεις και προσανατολισμοί, φυλάκια, παρατηρητήρια, κιόσκια ενημέρωσης επισκεπτών, πυροπροστασία, χώροι στάθμευσης, συνοδευτικές διευκολύνσεις και υπηρεσίες, κλπ.

·  Στο πλαίσιο ενός master plan Αρχιτεκτονικής του Τοπίου εκτελούνται έργα αναβλάστησης & αναδασώσεις, έργα αντιδιαβρωτικά και αποκατάστασης τοπίου, αναπλάσεις κατά σημεία και στο σύνολο με γνώμονα τα «τοπιακά» χαρακτηριστικά της ευρύτερης τοποθεσίας η οποία αδιαμφισβήτητα αποτελεί ένα ακόμη ελληνικό τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.


Η ανάπτυξη σύγχρονων υποδομών και διευκολύνσεων στην περιοχή θα αξιοποιούν και θα συνδέουν αφενός τους αρχαιολογικούς και ιστορικούς χώρους μεταξύ τους, αφετέρου θα εξυπηρετούν αποτελεσματικά το κοινό κάθε προέλευσης και ηλικίας, ενώ θα ωφελείται οικονομικά η τοπική οικονομία από το συνεχώς αναμενόμενο και αυξημένο φορτίο επισκεπτών (καταστήματα, καταλύματα, υπηρεσίες σίτισης, αναψυκτήρια, παράκτιες δραστηριότητες, κλπ). Σημειώνουμε ότι η διέλευση της Εγνατίας οδού από το Αρχαιολογικό Πάρκο Αμφίπολης θα συντελέσει ακόμη περισσότερο στην αύξηση της τουριστικής κίνησης στην περιοχή (προσέλευση ξένων και ντόπιων επισκεπτών) με παράλληλη τόνωση της τοπικής οικονομίας σε ολόκληρη την παραλιακή ζώνη από την Ασπροβάλτα μέχρι την Ν. Πέραμο και την Καβάλα, περιοχές που δικαιούνται να προσβλέπουν σε αύξηση της τουριστικής παρουσίας και διαθέτουν τα προσόντα για να ανταποκριθούν στη ζήτηση. Το παράκτιο Τοπίο της περιοχής επιφυλάσσει μεγάλες εκπλήξεις κατά μήκος της Π.Ε. Οδού Θεσσαλονίκης – Καβάλας με αναρίθμητες ελκυστικές και προσπελάσιμες αμμώδεις παραλίες, καταλύματα υψηλών προδιαγραφών, ευκαιρίες για camping και θαλάσσιων σπορ.

Η οφιοειδής διαδρομή του Στρυμόνα μέσα από το «εύφορο» κοιλαδικό τοπίο της Αμφίπολης (πρώην λίμνη Κερκινίτις) με την αρχαία πόλη και τους τύμβους να δεσπόζουν στους λόφους ανατολικά του ποταμού, για μια ακόμη φορά πιστοποιούν την χωροταξική «έμπνευση και αντίληψη» των αρχαίων οι οποίοι επέλεγαν τόπους δημιουργίας των πόλεων και νεκροπόλεων σε σημεία «πανοραμικής εποπτείας του Τοπίου» μέχρι τις ακτές, τις γύρω κορυφογραμμές (skyline) με τα δασοόρια και τον βαθύτερο ορίζοντα. 


Η χρησιμοποίηση του Τοπίου από τους αρχαίους συνδέονταν με την ίδια την επιβίωση. Φρόντιζαν να κυριαρχούν και να εποπτεύουν τον χώρο για λόγους άμυνας και ασφάλειας. Στο πλαίσιο των πλεονεκτημάτων της περιοχής, εκτός της ιστορικότητας και της αισθητικής του Τοπίου της, αξίζει να τονίσουμε ότι η περιοχή θεωρείται από τις πλέον παραγωγικές της χώρας σε ποιοτικά αγροτικά προϊόντα με τούς περίφημους αμπελώνες, τους συστηματικούς αμυγδαλεώνες και ελαιώνες, πλούσια παραγωγή σε οπωρολαχανικά, ντόπια αρτοσκευάσματα ποιότητας, κρασιά, τσίπουρο, άριστα ντόπια κρέατα, γαλακτοκομικά, κ.ά., δραστηριότητες και προϊόντα που η δημιουργία  Αρχαιολογικού Πάρκου θα μπορούσε να τα αναδείξει ακόμη περισσότερο μέσα από τοπικές «προωθήσεις» και «εκδηλώσεις» με μόνιμες εγκαταστάσεις για αγορές αγροτών και εποχιακά εκθετήρια προϊόντων, παραδοσιακές συνταγές και τοπικές ετικέτες.

Σημειακές παρεμβάσεις, Η Εμπειρία της Βεργίνας

Γύρω και ευρύτερα του λόφου Καστά και τον άμεσο χώρο των ανασκαφών, είναι πολύ νωρίς να προτείνει κανείς μέτρα και παρεμβάσεις ανάπλασης πριν την λήξη των εργασιών, πριν τη σύνταξη οριστικών Μελετών Διαμόρφωσης των χώρων, απαλλοτριώσεις γης που θα κηρύξει το ΥΠΠΟ μετά από εισήγηση των Αρχαιολογικών Υπηρεσιών και των Μελετητών (εισηγήσεις της αρμόδιας Εφορείας και του ΚΑΣ σε συνεργασία με τις συναρμόδιες Υπηρεσίες του ΥΠΕΚΑ και των αναδόχων Σχεδιασμού του Αρχαιολογικού Πάρκου).

Σύμφωνα με την εξέλιξη των ανασκαφών οι οποίες φαίνεται να παίρνουν περισσότερο «εκτατική» τροπή, πιθανώς στην έκταση ολόκληρου του λόφου και αργότερα σε άλλους (θεωρητικά τουλάχιστον) τύμβους της περιοχής…., πριν την οργάνωση ενός Αρχαιολογικού Πάρκου και για λόγους προστασίας του μνημείου και του προσωπικού θα χρειαστούν μια σειρά προσωρινών κατασκευών και διευθετήσεων του χώρου. Για τους επισκέπτες θα μπορούσε να δημιουργηθεί προσωρινή εξέδρα υποδοχής κοινού (ικανοποίησης των βιαστικών) σε απόσταση ασφαλείας από τον τύμβο προς εξυπηρέτησή των ίδιων αλλά και ανταποκριτών, πάντοτε κάτω από ορισμένες συνθήκες προσέγγισης, απομάκρυνσης και περιορισμών χρόνου επίσκεψης και παραμονής. 

Για την μελλοντική ανάδειξη του χώρου και δημιουργία ελεύθερων χώρων προσέλευσης και προκηπίων του Τύμβου Καστά, η περίπτωση της Βεργίνας αποτελεί υποδειγματικά αξιοποιήσιμο παράδειγμα και προσέγγιση για το ταφικό σύνολο και τον λόφο Καστά. Μετά τη λήξη των ανασκαφών και των έργων Αρχιτέκτονα και Πολιτικού μηχανικού που θα ακολουθήσουν (βλ. π.χ. κατασκευή «κελύφους» προστασίας του μνημείου και ανασύνθεσης του τύμβου των Βασιλικών Τάφων Βεργίνας), ακολουθεί η ανάπλαση του περιβάλλοντος χώρου με τρόπο που θα παραχωρείται η απόλυτη κυριαρχία του μνημείου στον ανοικτό χώρο και σε ολόκληρο το Αρχαιολογικό Πάρκο (με επιστροφή του λέοντα στην αρχική του θέση ως το κυρίαρχο τοπόσημο ορατό από απόσταση). Είναι σίγουρο ότι η ανάπλαση στο λόφο Καστά και όχι μόνο, θα απαιτήσει την κτήση ευρύτερης ζώνης ανοικτού χώρου περιμετρικά του μνημείου υπέρ του δημοσίου η οποία θα επαρκεί για να το «αναδεικνύει» ως παρουσία με λιτό σχεδιασμό και αυστηρότητα στην υλοποίηση, αντάξια του κυρίαρχου μεγέθους και της ιστορικής του σημασίας. Η Αρχιτεκτονική του Τοπίου στον χώρο του τύμβου και σε ολόκληρο το πάρκο, καλείται να συμβιβαστεί και κυρίως να εναρμονιστεί με το «γοητευτικό» φυσικό περιβαλλοντικό υπόβαθρο και την τοπογραφία της περιοχής, να μην αποκρύπτει τα μνημεία, αλλά αντίθετα να τα μετατρέπει σε δεσπόζοντα «σημεία αναφοράς», θαυμασμού και μάθησης με κυρίαρχο τον λόφο Καστά, σημεία έλξης για τον επισκέπτη που εισέρχεται στο πάρκο, είτε οργανωμένα, είτε επιλέγει την περιπλάνηση στο «Αρχαιολογικό Πάρκο» μέσα από τη δημιουργία και χάραξη σύγχρονου και διακριτού δικτύου μονοπατιών (trail system).


Πριν μία εικοσαετία με πρωτοβουλία του αξιότιμου Δ/ντού Αναστηλώσεων του Υπ. Πολιτισμού κ. Ιορδάνη Δημακόπουλου, Αρχιτέκτονα - Αρχαιολόγου και  ανάθεση στον υπογράφοντα και την ομάδα του της Μελέτης Διαμόρφωσης περιβάλλοντος χώρου των Βασιλικών Τάφων της Βεργίνας, μετά από ιδιαίτερα χρήσιμη και στενή συνεργασία με τη Δ/ση Αναστηλώσεων, το έργο ανάπλασης των Βασιλικών Τάφων υλοποιήθηκε στο έπακρον. Σήμερα με την πλήρη ωρίμανση των φυτεύσεων και του Τοπίου, ο χώρος έχει μεταμορφωθεί σε μικρό «Αρχαιολογικό Πάρκο», πραγματική όαση για τους επισκέπτες, σε μια σχετικά αφιλόξενη τοποθεσία εντός του αστικού ιστού της Βεργίνας. Εάν εξαιρέσουμε τον άμεσα διαμορφωμένο χώρο του τύμβου στη Βεργίνα η αναμενόμενη «ανάπτυξη» στην περίμετρο και τους γύρω δρόμους, λίαν επιεικώς, δεν μπορεί να θεωρείται από τις οργανωμένες και ελκυστικές. Η γνωστή εικόνα από μικρομάγαζα, καφετέριες, εστιατόρια, άναρχο παρκινγκ, κακές σημάνσεις, κλπ έχει κάνει την εμφάνισή της όπως και αναμένονταν.

Συνολικά, ο τύμβος της Βεργίνας μαζί με τις Αρχαίες Αιγές, το Θέατρο και τις γύρω διάσπαρτες συστάδες τάφων θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ακόμη «Αρχαιολογικό Πάρκο» που θα νοικοκύρευε την περιοχή και θα ωφελούσε την τοπική κοινωνία οικονομικά και αισθητικά. Το συγκριτικό πλεονέκτημα του λόφου Καστά είναι ότι βρίσκεται εκτός αστικού ιστού, περιβάλλεται από αξιόλογο φυσικό τοπίο και από επίσης αξιόλογους αρχαιολογικούς χώρους αποστασιοποιημένους από δομημένες χρήσεις γης. Επομένως στην περίπτωση της Αμφίπολης το ζητούμενο εστιάζεται σε μια διαφορετική μεταχείριση από πλευράς αρχιτεκτονικής οργάνωσης του χώρου σε συνδυασμό με το υπάρχον Τοπίο, ορθής χωροθέτησης χρήσεων και υπηρεσιών, δικτύων κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών.

Ανάλογο «προσαρμοστικό» σκεπτικό μεταχείρισης με εκείνο της Βεργίνας για τον «λόφο Καστά» μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο. Ένα σύγχρονο «Αρχαιολογικό Πάρκο Αμφίπολης» θα κληθεί να εσωκλείσει και να προβάλει μια επιστημονικά μελετημένη, οριοθετημένη και αρκετά εκτεταμένη περιοχή (που θα εκτείνεται κάπου μεταξύ 60 - 70.000 στρέμματα) με διάσπαρτα μνημεία και ιστορικούς τόπους διαδοχικών περιόδων, αρχαιολογικούς χώρους και τοπόσημα, όπου οι σημειακές παρεμβάσεις «αναστήλωσης, αποκατάστασης και ανάπλασης περιβάλλοντος χώρου» θα σχεδιάζονται και θα υλοποιούνται η κάθε μία ξεχωριστά και για κάθε μνημείο, με πολυδιάστατη επιστημονική γνώση και συμμετοχή (Αρχαιολόγοι, Αρχιτέκτονες, Πολεοδόμοι, Περιβαλλοντολόγοι, Αρχιτέκτονες Τοπίου, Γεωτεχνικοί, Εδαφολόγοι, Γεωλόγοι, Συντηρητές, κλπ) έτσι ώστε να αναδεικνύουν τους χώρους, να τους προστατεύουν και να τους συντηρούν με το μικρότερο δυνατό κόστος (μέσα από αειφορικές πρακτικές). Οι επί μέρους αναπλάσεις σημαντικών μνημείων και χώρων και η συνδεσμολογία μεταξύ τους (δρόμοι, μονοπάτια, οπτικοί διάδρομοι, κλπ), μαζί με τα οικοσυστήματα, τους οικισμούς, το αγροτικό τοπίο, τις υπηρεσίες διοίκησης και διαχείρισης, κλπ, καλούνται να αποτελέσουν τα κύρια συστατικά του «Αρχαιολογικού Πάρκου».


Τοπιακή Αρχαιολογία (Landscape Archaeology)

Βιοκλιματικά και εδαφολογικά η περιοχή της Αμφίπολης έχει πολλά περισσότερα πλεονεκτήματα από περιοχές της Νότιας Ελλάδας, γεγονός που επιτρέπει πολλές στρατηγικές προσέγγισης για την προστασία, αποκατάσταση, διαμόρφωση και διαχείριση ολόκληρου του τοπίου της περιοχής με μεγαλύτερο εύρος επιλογών σε βοτανικό προσαρμοστικό υλικό (ενδημικά καλλωπιστικά, δασικά είδη, γρασίδια, παρόχθια είδη, κλπ).


Οι Μακεδονικές Βελανιδιές (Δένδρο του Διός) στις τοιχογραφίες, στα ψηφιδωτά των μνημείων, στα νομίσματα και στα χρυσά στεφάνια, οι βασιλικοί «ρόδακες» μυρτιάς στα επιστύλια των Μακεδονικών τάφων, στις λάρνακες, στα κτερίσματα, κλπ, δείχνουν ότι κάποια ιερά φυτά κυριαρχούσαν στην χλωρίδα ιστορικών περιοχών, τα οποία συναντάμε μέχρι και σήμερα. Η «ιστορική» ενδημική χλωρίδα του Μακεδονικού τοπίου και όχι μόνο, «επιβάλλει» τη «συμβολική» φύτευση και παρουσία της στο περιβάλλον των  αρχαιολογικών χώρων, απορρίπτοντας τα ξενικά, τα «αταίριαστα», τα επιζήμια χωροκατακτητικά και καλλωπιστικά είδη εισαγωγής. Η Δωδώνη και οι αρχαίες Αιγές είναι πνιγμένες στα δάση βελανιδιάς όπως και μεγάλες δασικές εκτάσεις της Ηπείρου και της Μακεδονίας, το ίδιο και ολόκληρη η ορεινή και ημιορεινή υπόλοιπη χώρα. Η χλωρίδα κάθε περιοχής έχει επηρεάσει χρυσοχόους και καλλιτέχνες σε όλες τις περιόδους της ιστορίας. Η βελανιδιά, η μυρτιά, η δάφνη, η ελιά, οι κουμαριές, οι λυγαριές, οι κισσοί, τα σκίνα, οι άκανθες και πολλά ακόμη ενδημικά και «καλλιεργήσιμα» εδώδιμα και φαρμακευτικά είδη συνοδεύουν τα μνημεία ως «καλλιτεχνήματα» και ως «συμβολισμοί». Εάν προσθέσουμε και τους σπόρους «ποικιλιών» καλλιεργειών που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές σε πολλά σημεία της χώρας, τότε μιλάμε για «αυθεντικά πιστοποιητικά» σύνθεσης του περιβάλλοντος τοπίου των αρχαιολογικών χώρων που καταφέρνει να επιβιώνει στους αιώνες, «πολύτιμα εθνοβοτανικά πρότυπα» που καλούμαστε να τηρούμε με αυστηρότητα σε κάθε ευκαιρία ανάπλασης και αποκατάστασης του Τοπίου.



Η ευρύτερη περιοχή της Αμφίπολης (υποψήφιο «Αρχαιολογικό Πάρκο») και πιθανώς ολόκληρη η ελληνική επικράτεια προσφέρονται για πολυδιάστατη επιστημονική έρευνα και εφαρμογές της Τοπιακής Αρχαιολογίας (Landscape Archaeology) μιας σχετικά νέας επιστήμης η οποία μελετά τους τρόπους με τους οποίους στο παρελθόν οι άνθρωποι διαμόρφωναν και χρησιμοποιούσαν το περιβάλλον γύρω τους. Με βάση τη διαφοροποίηση της βλάστησης και τις «ανθρωπογενείς» τροποποιήσεις που έχει υποστεί ο «τόπος» που ερευνάται, τους μη φυσικούς σχηματισμούς του εδάφους, την βοτανική κάλυψη και σύνθεση και τα ιστορικά δεδομένα, η «Τοπιακή Αρχαιολογία» ερευνά το έδαφος και υπέδαφος, εντοπίζει ευρήματα, καθοδηγεί και συμπαραστέκεται στο έργο της αρχαιολογικής επιστήμης και βελτιώνει τις πρακτικές της.

Το εργαλείο της Τηλεπισκόπησης

Οι εφαρμογές της Τηλεπισκόπησης (Remote Sensing) στην Αρχαιολογία (χρήση αεροφωτογραφιών και απεικονίσεων από αεροσκάφη και δορυφόρους) είναι τα «μάτια» και τα εργαλεία της Τοπιακής Αρχαιολογίας που θα μπορούσαν και μπορούν να συμβάλουν στην οριοθέτηση Αρχαιολογικών Πάρκων, στην ανακάλυψη νέων αρχαιολογικών ευρημάτων και επέκτασης των παλαιών και στην εξέλιξη της αρχαιολογικής έρευνας μέσα από ηλεκτρονική επεξεργασία εικόνων και μεθόδους φωτοερμηνείας. Η Τηλεπισκόπηση συμπληρώνει εργασίες εδάφους σε κλίμακα «μακροτοπίου» που δεν είναι εύκολες και ολοκληρωμένες στο έδαφος. Στο έδαφος δεν διευκολύνεται η πλήρης αίσθηση του μεγέθους, του σχήματος και των υποδιαιρέσεων ενός αρχαιολογικού ευρήματος, όσο από μια αεροφωτογραφία ή μια δορυφορική απεικόνιση. Στην Αμφίπολη με προσεκτική παρατήρηση δορυφορικών καλύψεων και «υπομονετική» φωτοερμηνεία, είναι δυνατός ο εντοπισμός μη φυσικών «σχηματισμών» (π.χ. γεωμετρικά σχήματα και ίχνη) που ταυτίζονται με τα μέχρι σήμερα ευρήματα, αλλά πιθανώς να βοηθούσαν και να οδηγούσαν την αρχαιολογική έρευνα σε νέες κατευθύνσεις. Συνήθως η φυτική κάλυψη υπόγειων ανθρωπογενών (γεωμετρικών) σχηματισμών είναι γραμμικής κατανομής σχηματισμοί, ποώδης με διαφοροποιήσεις ως προς την ανάπτυξη, την υφή και την υγρασία, με καθόλου ή ελάχιστα μοναχικά δένδρα ή άλλη ανώτερη βλάστηση στον χώρο και η οποία λόγω του λιγοστού εδαφικού βάθους ή τη μεγάλη απουσία υψηλής βλάστησης, προδίδει υπεδάφια ύπαρξη ερειπίων και κτισμάτων (η βλάστηση ακολουθεί κατά κανόνα γραμμικά και γεωμετρικά σχήματα ερειπίων που κρύβονται στο υπέδαφος από τα οποία πολλά και δύσκολα εντοπίζονται από επίγειες παρατηρήσεις).



Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Σχολές Γεωλογίας και Τοπογράφων Μηχανικών) έχουν ασχοληθεί σοβαρά με την Αερο-Αρχαιολογία (Aerial Archaeology). Έχουν γίνει αρκετές φωτοερμηνείες και ψηφιακές φωτοαναλύσεις για επιφάνειες μέχρι και 500 τετραγωνικά χιλιόμετρα, από την Αμφίπολη μέχρι τους Φιλίππους και σημειακές αναλύσεις όπως στην αρχαία Ευρωπό (περιοχή του Κιλκίς). Δημοσιευμένες εργασίες αναφέρουν την ύπαρξη και εντοπισμό «δεκάδων ευρημάτων και κατασκευών» στο υπέδαφος, γεγονός που υποβοηθά σημαντικά το έργο Αρχαιολογικών ερευνών και τις γεωγραφικές οριοθετήσεις αρχαιολογικών συμπλεγμάτων. Εξελιγμένες Δορυφορικές πλατφόρμες όπως οι QuickBird, IKONOS, SPOT, ALOS μαζί με γεωφυσικές μετρήσεις (ηλεκτρομαγνητικές) αποδεικνύονται χρήσιμα εργαλεία για την αρχαιολογική επιστήμη, με τις απεικονίσεις του δορυφόρου QuickBird να κρίνονται ως οι πιο κατάλληλες για την Αρχαιολογική έρευνα σε συνδυασμό με τις γεωφυσικές μετρήσεις. Εν τούτοις, οι κλασσικές αεροφωτογραφίες ιδιαίτερα οι ψευδοχρωματικές (near infrared) από αεροσκάφος και δορυφόρο, αποδεικνύονται οι πλέον κατάλληλες για τη αρχαιολογία λόγω της διαφοροποίησης ειδών βλάστησης (πυκνότητα, υφή, αλλοιώσεις, κλπ) αλλά και για μια πειστικότερη, ασφαλέστερη και ακριβέστερη δυνατή οριοθέτηση αρχαιολογικών χώρων και πάρκων.

Η διάταξη και η ανάπτυξη της βλάστησης αποτελούν το βασικότερο κριτήριο στην έρευνα. Από μια πρόχειρη «περιπλάνηση» σε δορυφορικές καλύψεις του άμεσου και ευρύτερου χώρου της Αμφίπολης, αποκαλύπτεται μεγάλο μέρος γνωστών αρχαιολογικών χώρων, αλλά και πλήθος άγνωστων γειτονικών σχηματισμών που θα μπορούσαν να απασχολήσουν την αρχαιολογική επιστήμη και να «οριστικοποιήσουν» το περιεχόμενο και τα γεωγραφικά όρια του ευρύτερου «Αρχαιολογικού Πάρκου».               

Πότε ολοκληρώνεται ένα Αρχαιολογικό Πάρκο

Είναι υψίστης σημασίας το γεγονός ότι λόγω της ιστορικότητας της περιοχής, κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι ανασκαφές και τα ευρήματα τελειώνουν με τον τύμβο στον λόφο Καστά. Η γη της Αμφίπολης είναι σίγουρο ότι κρύβει και άλλες εκπλήξεις. Επιβάλλεται η συνέχιση των ερευνών αλλά θα απαιτηθεί και γενναία κρατική ενίσχυση των ερευνητικών προσπαθειών της επιστημονικής κοινότητας. Αυτό δεν αφορά μόνο την Αμφίπολη. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε κάθε σπιθαμή της επικράτειας με τις ιδιαιτερότητές της και τη δυναμική της προς ανάδειξη και αξιοποίηση.  

Η Χώρα μας είναι όντως ένας απέραντος αρχαιολογικός χώρος οικουμενικής ακτινοβολίας, που τον συνθέτουν πολλά «αρχαιολογικά πάρκα μαζί» το ένα δίπλα στο άλλο ή σε επικάλυψη. Είναι πολλές ακόμη οι ανεξερεύνητες τοποθεσίες (σε διαστρωματώσεις) η κάθε μια για ξεχωριστή περίοδο της ιστορίας του τόπου και του τοπίου της, κάνοντας την αρχαιολογική επιστήμη ακόμη περισσότερο γοητευτική, όταν μάλιστα αυτή πρώτη καλείται να δράσει σε κάθε γωνιά  ελληνικού εδάφους, νυν και πρώην..!!! Κατά συνέπεια και αναπόφευκτα, το «οριοθετημένο» και θεσμικά προστατευμένο «Αρχαιολογικό Πάρκο» θα αποτελεί μόνιμο χώρο έρευνας και εξέλιξης, πολιτισμού και παιδείας, με αδιάκοπη ανασκαφική δραστηριότητα και αναπλάσεις του τοπίου (ένα πραγματικά Ανοικτό παγκόσμιο Πανεπιστήμιο σε Τοπίο πολιτισμού και έρευνας).

Η οριοθέτηση και δημιουργία ενός Master Plan Αρχαιολογικού πάρκου είναι μια συνεχής διαδικασία η οποία συμβαίνει πάνω σε μια εκ των προτέρων «περιχαραγμένη» γεωγραφική οντότητα και πορεύεται με πιστή εφαρμογή και σύνδεση επί μέρους σχεδίων ανάπλασης, διαχείρισης και αποκατάστασης μνημείων και τοπίου.



Επένδυση σε μια Χωροταξική Οργάνωση του «Πολιτισμού»

Οι κυβερνητικές «πολιτικές», ιδιαίτερα από το 2009 και μετά και παρά την τεχνητή αισιοδοξία που καλλιεργείται σε όλα τα επίπεδα, στην πράξη καταγίνονται με τη «λογιστική εξίσωση» της κρίσης από την οποία τραγικά απουσιάζουν κάποιοι ανεξάντλητοι «αναπτυξιακοί συντελεστές» και οι «απεριόριστες δυνατότητες της χώρας στον τομέα του πολιτισμού», ή δεν τους επιτρέπεται καν να τους λάβουν υπόψη. Ο πολιτισμικός πλούτος της χώρας αποτελεί ανεξάντλητο αναπτυξιακό «πόρο» και παγκόσμιο «πόλο» έλξης, αλλά και «επενδυτικών ευκαιριών» όπου σε συνδυασμό με τον τουρισμό και την ανάγκη για περιφερειακή ανάπτυξη θα μπορούσε να συμβάλλει «στην ανάκαμψη» με οδηγούς τα «Αρχαιολογικά Πάρκα».

Η περίπτωση της Αμφίπολης, αν εξαιρέσει κανείς τα ευτυχώς ολίγα ύποπτα και δυσάρεστα που ανέδειξε, μαζί με το απεχθές μέγεθος ασέβειας κατά της Κας Περιστέρη και των συνεργατών της, το καθημερινό κυνήγι της δημοσιότητας («αστείο το πάθος») και τις απαράδεκτες μάχες μεταξύ των κάθε είδους «ξαφνικών» τηλε-αρχαιολόγων και λοιπών «εξ αποστάσεως» ειδικών, παραμένει ιστορικός τόπος «ερέθισμα» για μια σοβαρή Πολιτισμική Επένδυση «Αρχαιολογικού Πάρκου» εθνικής και διεθνούς σημασίας. Πιθανώς η Αμφίπολη (και μακάρι) να γίνει η αφορμή να ξαναγυρίσουμε σε εκατοντάδες περιφρονημένους θησαυρούς, ξεχασμένους τόπους πολιτισμού και ιστορίας και να μας αναγκάσει να τους ξαναεπισκεφτούμε, να τους ξαναμελετήσουμε και να τους προβάλλουμε στον βαθμό που τους αξίζει και το απαιτούν οι πολίτες του κόσμου.

Ιστορικοπολιτικά, τον Ελληνικό Πολιτισμό τον έβλεπαν ως «τεράστιο» Εθνικό κεφάλαιο οι αείμνηστοι, Κωνσταντίνος Καραμανλής, ένας άνθρωπος με όραμα, με ακατάπαυστη δράση «ουσίας», μακριά από φλυαρίες, κομματικούς φράχτες, ιδεολογικά νεφελώματα και δογματισμούς και η Μελίνα Μερκούρη η επιθυμία της οποίας δείχνει σήμερα να αποκτά ορατό σχήμα και νόημα (και ας συμβαίνει μέσα από χολιγουντιανές πρωτοβουλίες, οι οποίες φαίνεται να προηγούνται του «κοιμώμενου» χρέους της Πολιτείας και του ΥΠΕΞ…., χωρίς βέβαια να εγγυάται κανείς ότι αυτή είναι η ενδεδειγμένη λύση, όταν το θέμα των Ελγινείων είναι πρωτίστως πολιτικό). Ας μην ξεχνάμε ότι Υπουργός Πολιτισμού (και Επιστημών) του Κωνσταντίνου Καραμανλή υπήρξε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, κορυφαία προσωπικότητα της νεοελληνικής ζωής του 20ου αιώνα…, αριστοκρατική επιλογή του 1974 (το άριστος με την έννοια της αξιοκρατίας) που συμβόλιζε τη σημαντικότητα του Πολιτισμού σε μια Δημοκρατία που βιάζονταν να επανιδρυθεί…. Θα ήταν παράλειψη και ασέβεια να μην μνημονεύεται το πάθος τους, η αγάπη, το αστείρευτο και ασύγκριτο ενδιαφέρον για τον πολιτισμό, την αρχαιολογική σκαπάνη και τα ιδιαίτερα συναισθήματα του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τα «αρχαιολογικά» δρώμενα στη γη της Μακεδονίας. Με μια όμως «μικρή διαφορά» από τους σημερινούς, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν είχε ανάγκη από προεκλογικές επισκέψεις στους χώρους των ανασκαφών, ούτε «συνελήφθη» ποτέ να ρίχνει πεταχτές ματιές στις γύρω κάμερες να δει εάν τα συνεργεία είναι εκεί….. Αντίθετα χωρίς «επικοινωνιακές μαζικοποιήσεις» των ανασκαφών και της επιστημονικής έρευνας από τα μίντια, στήριζε, επαινούσε, ενεθάρρυνε και κυρίως φρόντιζε για την ασυλία της αρχαιολογικής προσπάθειας.

Η καλύτερη απάντηση σε όλους (προς γνωστούς φίλους της Ελλάδος και αμετανόητους «συμμάχους» και προς ασυμμόρφωτους γείτονες) είναι η «επιστημονική τεκμηρίωση» και ο «πολιτισμός». Αυτό το ήξεραν πολύ καλά ελάχιστοι ηγέτες του τόπου και πολλοί λιγότεροι Υπουργοί Πολιτισμού μιας δυστυχώς γι’ αυτούς και για τον τόπο «ξεχασμένης θητείας»…. Η περίοδος «της ζεστής σκαπάνης» που παρακολουθούμε στην Αμφίπολη, βοήθησε όμως να δούμε καθαρότερα και εκείνους που καραδοκούν να αρθρώσουν τον κακό λόγο. Η επιστημονική κοινότητα των αρχαιολόγων εκτός ολίγων ευδιάκριτων εξαιρέσεων δεν στάθηκε δίπλα στη «ζεστή σκαπάνη» από καρδιάς. Αντίθετα προτίμησε να αφηγηθεί οτιδήποτε, αρκεί να αποδείξει ότι υπάρχει. Η νοοτροπία του αντιρρησία και της απαξίωσης όσων ιδρώνουν και αγωνίζονται στο πεδίο, αναδύεται κάθε φορά που το απαιτούν κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες στη χώρα (ανασκαφές, σεισμοί, πλημμύρες, γεωφυσικές έρευνες, κλπ)…   

Συμπερασματικά

Ελλείψει εγκεκριμένου «συνολικού σχεδίου χωροταξικής οργάνωσης» της χώρας, η δημιουργία Αρχαιολογικών πάρκων από μόνα τους (χερσαίων και ενάλιων), πιθανώς σε συνδυασμό με «οικολογικά πάρκα», «τοπία εξαίρετου φυσικού κάλλους» κλπ και η ανάγκη για θεσμική τους ανάδειξη και προστασία, φαντάζει πλέον ως τεράστια και αναγκαία προσπάθεια Περιφερειακής και Τουριστικής ανάπτυξης σε ολόκληρη την επικράτεια, αν και κινδυνεύει να καταλήξει «ευχολόγιο» εάν δεν υποστεί τον δέοντα ασπασμό της πολιτείας. Πρόκειται για επείγουσα ανάγκη «εθνικής σημασίας» αλλά και μαζικής αφύπνισης των Υπουργείων Πολιτισμού, Περιβάλλοντος και Τουρισμού μαζί με τις Περιφερειακές Υπηρεσίες και τις τοπικές κοινωνίες με την μέγιστη δυνατή ανάμειξη και σύμπραξη διεθνών οργανισμών.

Σημειώνουμε ότι στον κατάλογο «τόπων» παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, έχουν ενταχθεί «μόνο» 17 ελληνικά μνημεία από τις εκατοντάδες της χώρας που πιθανώς κάτω από ορισμένες συνθήκες (πληρότητα φακέλου) να πληρούν τις προϋποθέσεις αλλά δεν προωθούνται. Η Δημιουργία «Αρχαιολογικών Πάρκων» με την έννοια τοπικών ολοκληρωμένων οριοθετήσεων και σχεδίων (Master Plans) εμπλουτίζουν, ενδυναμώνουν και αναβαθμίζουν τα προαπαιτούμενα του φακέλου ώστε να ενταχτούν στους καταλόγους της UNESCO περισσότεροι ελληνικοί «τόποι».

Πρόσφατα έχει υποβληθεί ο Φάκελος Υποψηφιότητας και των Φιλίππων Καβάλας. Από τη Μακεδονία και τη Θράκη έχουμε μόνο τη Βεργίνα, τα Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά Μνημεία της Θεσσαλονίκης και το Άγιο όρος. Από τη Βόρειο Ελλάδα απουσιάζουν ιστορικοί τόποι παγκόσμιας ακτινοβολίας όπως η Δωδώνη, το Αρχαιολογικό Πάρκο Δίου του Ολυμπίου Διός, οι Τάφοι των Λευκαδίων, η Πέλλα, η Αμφίπολη, η Πύδνα, τα Στάγιρα του Αριστοτέλη, η Σαμοθράκη της Απτέρου, τα Άβδηρα του Δημόκριτου, η Μαρώνεια του Μάρωνα, κ. ά.


Ίσως μετά τις εξελίξεις στην Αμφίπολη, η προτεραιότητα να ανήκει και να επιβάλλεται να δοθεί στη δημιουργία και ανάδειξη ενός «Αρχαιολογικού Πάρκου Αμφίπολης» μέσα από μια Υποψηφιότητα που φέρει πολλά περισσότερα από τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά και πρωτόγνωρα πλεονεκτήματα ένταξης.   

Οι απόψεις στο παρόν άρθρο και άλλων άρθρων που φιλοξενούνται στη σελίδα
των «ΓΕΩΠΟΝΩΝ ΥΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» δεν απεικονίζουν υποχρεωτικά και τις απόψεις των ΓτΚ    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου